- φθείρω
- έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του.2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ: Φθείρει πολύ τα ρούχα του.3. μτφ., βλάφτω ηθικά ή πνευματικά, διαφθείρω: Τον έφθειραν οι κακές συναναστροφές.4. το μέσ., φθείρομαι φαγώνομαι, λιώνω, παλιώνω: Όταν τα σίδερα σκουριάσουν, φθείρονται.5. χάνω το κύρος μου, πέφτω σε ανυποληψία, χάνω ηθικά, ξεφτίζω: Η κυβέρνηση της τάδε χώρας φθάρηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.